χρίζω

χρίζω
μετ.
1) мазать, намазывать; смазывать; измазать; χρίστηκες (με) λάσπες ты испачкался грязью; 2) белить, делать побелку; 3) официально признавать; провозглашать, объявлять; выбирать; выдвигать; τον έχρισαν αρχηγόν τους они .объявили его своим лидером; χρίστηκε υποψήφιος της αντιπολίτευσης он был выдвинут кандидатом от оппозиции

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρίζω" в других словарях:

  • χρίζω — χρίζω, έχρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρίζω — Ν βλ. χρίω …   Dictionary of Greek

  • χρίζω — έχρισα, χρίστηκα, χρισμένος 1. επαλείφω. 2. ανακηρύσσω κάποιον επίσημα: Χρίστηκε υποψήφιος του κόμματος αυτού στην πρώτη περιφέρεια Αθηνών. 3. ασβεστώνω, ασπρίζω: Θα χρίσουμε απέξω όλο το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»